- αὐτοκασιγνήτα
- αὐτοκασιγνήτᾱ , αὐτοκασιγνήτηown sisterfem nom/voc/acc dualαὐτοκασιγνήτᾱ , αὐτοκασιγνήτηown sisterfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτοκασιγνήτας — αὐτοκασιγνήτᾱς , αὐτοκασιγνήτη own sister fem acc pl αὐτοκασιγνήτᾱς , αὐτοκασιγνήτη own sister fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκασιγνήται — αὐτοκασιγνήτᾱͅ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)